- σνομπαρία
- ητο σύνολο των σνομπ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σνομπαρία — η, Ν 1. το σύνολο τών σνομπ 2. πράξη που χαρακτηρίζει τους σνομπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σνομπ + κατάλ. αρία (πρβλ. αλητ αρία)] … Dictionary of Greek